Thyme is an evergreen herb with culinary, medicinal, and ornamental uses. The most common variety is Thymus vulgaris. Thyme is of the genus Thymus of the mint family (Lamiaceae), and a relative of the oregano genus Origanum.
History
Ancient Egyptians used thyme for embalming. The ancient Greeks used it in their baths and burnt it as incense in their temples, believing it was a source of courage. The spread of thyme throughout Europe was thought to be due to the Romans, as they used it to purify their rooms and to “give an aromatic flavour to cheese and liqueurs”. In the European Middle Ages, the herb was placed beneath pillows to aid sleep and ward off nightmares.In this period, women also often gave knights and warriors gifts that included thyme leaves, as it was believed to bring courage to the bearer. Thyme was also used as incense and placed on coffins during funerals, as it was supposed to assure passage into the next life.[4]
The name of the genus of fish Thymallus, first given to the grayling (T. thymallus described in the 1758 edition of Systema Naturae by Swedish zoologist Carl Linnaeus) originates from the faint smell of the herb thyme, which emanates from the flesh
θυμάρι
Το θυμάρι ή θύμιο (Θύμος ο κοινός, λατ. Thymus vulgaris) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό, το οποίο ανήκει στην τάξη των Σωληνανθών (Tubiflorae) και στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Είναι θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά ανθεκτικός, αναδύει πολύ ευχάριστο άρωμα. Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.
Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και αναδύουν το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς καυστική και πλούσια. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό για τον αρωματισμό διαφόρων φαγητών σε ψάρια, κρέατα, σε διάφορες σάλτσες, σούπες κ.λ.π. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη.
Το θυμάρι είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις μέλισσες και το θυμαρίσιο μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας.
Φαρμακευτική Χρήση
Το θυμάρι περιέχει αιθέριο έλαιο σε ποσοστό 1-2%. To κύριο συστατικό του αιθέριου έλαιου του θυμαριού κατά 20-54% είναι η θυμόλη ή, αλλιώς, καμφορά του θυμαριού, έχει χρήσεις στην αρωματοποιία και στην οδοντιατρική. Η θυμόλη έχει αντισηπτική δράση και αποτελεί το κυρίως συστατικό πολλών εμπορικών σκευασμάτων για την πλύση του στόματος, όπως η Listerine.[1] Πριν την έλευση των σύγχρονων αντιβιοτικών, το αιθέριο έλαιο θυμαριού χρησίμευε για την επάλειψη των γαζών. Η θυμόλη έχει αποδειχτεί επίσης αποτελεσματική στην καταπολέμηση των μυκητων που συχνά μολύνουν τα νύχια των ποδιών.[2] Αποτελεί επίσης ενεργό συστατικό σε κάποια φυτικά σκευάσματα χωρίς οινόπνευμα, για την απολύμανση των χεριών.
Το ρόφημα από θυμάρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία του βήχα και της βρογχίτιδας. Για να παρασκευάσουμε έγχυμα βάζουμε 1 κουταλιά του γλυκού ξηρό ή 2 κουταλιές του γλυκού φρέσκο βότανο, χωρίς κοτσάνι, σε 1 φλιτζάνι βραστό νερό, το σκεπάζουμε για 10 λεπτά και μετά το σουρώνουμε.