Η Στέβια (βοτανικό όνομα Stevia rebaudiana) είναι ένα πολυετές θαμνοειδές φυτό με καταγωγή από τη Νότια Αμερική. Είναι μέλος της οικογένειας Asteraceae και συγγενεύει με διάφορα βότανα και άνθη, όπως είναι το χαμομήλι, το εστραγκόν, το αντίδι, το μαρούλι, η μαργαρίτα, ο ηλίανθος και τα χρυσάνθεμα.
Το γένος στέβια αποτελείται από 240 είδη φυτών που ενδημούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική, το Μεξικό μέχρι την Αριζόνα, το Νέο Μεξικό και το Τέξας. Οι γλυκές ιδιότητες των φύλλων της ήταν γνωστές για αιώνες στους αυτόχθονες της Ν. Αμερικής, όπως στη φυλή Γκουαράνι της Παραγουάης, που φαίνεται να χρησιμοποίησε πρώτη τα φύλλα του φυτού ως καρδιοτονωτικά και ακόμη, για να γλυκάνει ροφήματα βοτάνων. Από το 1800, η κατανάλωση της στέβιας εδραιώθηκε σε όλη τη Νότια Αμερική, όπως τη Βραζιλία και την Αργεντινή.
Τα φύλλα του φυτού, ανάλογα με το κλίμα, το έδαφος και την ώρα της συγκομιδής μπορεί να φτάσουν να είναι μέχρι 300 φορές πιο γλυκά από τη ζάχαρη και τρώγονται ωμά ή χρησιμοποιούνται ολόκληρα σε ροφήματα βοτάνων και τρόφιμα.
Το όνομα στέβια προέρχεται από τον Ισπανό βοτανολόγο και γιατρό Petrus Jacobus Stevus που την ανακάλυψε, ενώ, το 1887, ο ελβετικής καταγωγής βοτανολόγος Δρ. Moises Santiago Bertoni, διευθυντής της Ακαδημίας της Γεωργικής Σχολής, στην Asuncion, μελέτησε λεπτομερώς τα είδη του φυτού και έγραψε μία εκτενή αναφορά στη γλυκύτητα και τις φαρμακευτικές χρήσεις του από τους αυτόχθονες πληθυσμούς. Το 1913, ονομάστηκε Stevia rebaudiana Bertoni από το όνομά του. Εξαιτίας της γλυκιάς της γεύσης, η στέβια έχει πολλά ονόματα, όπως μελόφυλλο (honey leaf), γλυκό φύλλο της Παραγουάης, γλυκό φύλλο, γλυκό βότανο κ.λπ.
Η στέβια είναι πλούσια σε βιταμίνες Α και C, ψευδάργυρο, μαγνήσιο, ασβέστιο, κάλιο, φώσφορο και σίδηρο, ενώ, λόγω των γλυκαντικών ιδιοτήτων της, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον έλεγχο και τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Υπεύθυνοι γι’ αυτό είναι οι γλυκοζίτες στεβιόλης οι οποίοι της προσδίδουν τη γλυκιά γεύση και μεταβολίζονται πλήρως από τον ανθρώπινο οργανισμό. Επίσης, λειτουργεί ως τονωτικό αυξάνοντας τα επίπεδα ενέργειας κι ακόμη, λόγω της διουρητικής δράσης της, βοηθά σημαντικά στη μείωση της κατακράτησης των υγρών. Έτσι, εντάσσοντας τη στέβια στη διατροφή μας, αντί για τη ζάχαρη, απολαμβάνουμε τις γλυκές γεύσεις που μας αρέσουν αποφεύγοντας τις περιττές θερμίδες.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η στέβια θεωρείται, εκτός των άλλων, ιδανικό γλυκαντικό για διαβητικούς που ακολουθούν μία ελεγχόμενη διατροφή, καθώς, λόγω της έλλειψής της σε υδατάνθρακες, δεν επηρεάζεται η γλυκόζη του αίματος. Προτείνεται ένα ζεστό ή κρύο τσάι στέβιας είτε με αποξηραμένα φύλλα του φυτού είτε με 10-15 σταγόνες υγρής μορφής του πριν από κάθε γεύμα.
Τα οφέλη της στέβιας για τον ανθρώπινο οργανισμό δεν περιορίζονται, όμως, μόνο στη χαμηλή θερμιδική της αξία, αλλά επίσης στη συμβολή της στη μείωση της αρτηριακής πίεσης η οποία συνδέεται σε ορισμένους ασθενείς με υψηλό άγχος και ευερεθιστότητα. Σε μία διετή μελέτη, που πραγματοποιήθηκε σε Κινέζους ασθενείς με υψηλή αρτηριακή πίεση, διαπιστώθηκε ότι η λήψη 500mg στέβιας τρεις φορές την ημέρα συνέβαλε καθοριστικά στη μείωσή της. Επιπλέον, ενδείξεις υπάρχουν ότι η κατανάλωσή της ευνοεί την καλύτερη απορρόφηση του ασβεστίου στο σώμα με αποτέλεσμα τη βελτίωση της οστικής πυκνότητας. Σε αντίθεση με τη ζάχαρη, δεν ευνοεί την ανάπτυξη τερηδόνας στη στοματική κοιλότητα, οπότε δε φθείρει τα δόντια κι ακόμη καταστρέφει το βακτήριο που είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία της οδοντικής πλάκας. Τέλος, έχει αντιοξειδωτικές, αντιβακτηριδιακές και αντισηπτικές ιδιότητες κι έτσι βοηθά στην αντιμετώπιση και πρόληψη διαφόρων δερματικών παθήσεων, όπως είναι: ακμή, ουλές, εξανθήματα, δερματίτιδες κ.λπ.
Ολοκληρώνοντας την προσέγγισή μας στις ενδείξεις της χρήσης της στέβιας, δε θα μπορούσαμε να μην επιστήσουμε την προσοχή και σε κάποια ανεπιθύμητα συμπτώματα που έχουν καταγραφεί μετά τη λήψη της, όπως για παράδειγμα προβλήματα πέψης. Η στέβια περιέχει μία ουσία που ονομάζεται στεβιοσίδη, η οποία μπορεί να ερεθίσει το στομάχι και να προκαλέσει ναυτία, φούσκωμα και δυσφορία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδείκνυται η άμεση διακοπή της κατανάλωσής της. Ένας μικρός αριθμός ατόμων έχει παρουσιάσει ελαφριά υπόταση μετά από λήψη στέβιας, επομένως συνιστάται προσοχή, εάν γίνεται ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων που ρίχνουν την πίεση. Μερικά από τα συμπτώματα της υπότασης είναι: κόπωση, αδυναμία, ζάλη, θολή όραση, ναυτία, δίψα, και αναπνευστική δυσχέρεια. Όσον αφορά στην εγκυμοσύνη, δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες των επιπτώσεων στην ανάπτυξη του εμβρύου και στα βρέφη, επομένως δε θα πρέπει να καταναλώνεται σε περιόδους κύησης και θηλασμού. Τέλος, συνιστάται η αποφυγή κατανάλωσης στέβιας σε ασθενείς με νεφρική νόσο ή διαταραχές της ροής των ούρων π.χ. πολυκιστικά νεφρά, καθώς επίσης και σε άνδρες που βρίσκονται σε περίοδο τεκνοποίησης, διότι μειώνει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων και τα επίπεδα της τεστοστερόνης στο πλάσμα κάτω από το φυσιολογικό.
Εκχύλισμα στέβιας με νερό:
Υλικά: 1 λίτρο ζεστό νερό και 2 κουταλιές αποξηραμένα φύλλα στέβιας σε σκόνη.
Εκτέλεση: Σε ένα λίτρο ζεστό νερό προσθέτουμε δύο κουταλιές αποξηραμένα φύλλα στέβιας σε σκόνη, το σκεπάζουμε, και το αφήνουμε για 20 λεπτά, ώστε να βγάλει τη γλυκύτητά της.Το διατηρούμε στο ψυγείο για 2-3 μέρες ή το καταψύχουμε για να το διατηρήσουμε για περισσότερο χρόνο.
Σιρόπι στέβιας:
Υλικά: 2 κούπες νερό και 4 κουταλάκια αποξηραμένα φύλλα στέβιας σε σκόνη.
Εκτέλεση: Σε μία κατσαρόλα προσθέτουμε το νερό με τη στέβια και βράζουμε σε σιγανή φωτιά για 15 λεπτά περίπου. Το βάζουμε σε ένα γυάλινο μπουκάλι και το διατηρούμε στο ψυγείο.