Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στηνοικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο, μυρσίνη, ονόματα απ’ όπου προέρχονται και τα σημερινά. Είναι θάμνος πολύκλαδος, μακρόβιος, που φτάνει σε ύψοςτα 3 μ. Τα φύλλα του είναι μικρά, σχεδόν επιφυή, δερματώδη, ωοειδή – λογχοειδή, λεία και έχουν χρώμαπράσινο σκούρο γυαλιστερό· κατά το τρίψιμο αναδίδουν ευχάριστο άρωμα, επειδή έχουν ελαιοφόρουςαδένες. Τα εύοσμα και μονήρη άνθη φέρονται από μικρούς μίσχους στις μασχάλες των φύλλων καιαποτελούνται από πέντε σέπαλα, πέντε λευκά πέταλα και πολυάριθμους στήμονες που σχηματίζουν, στοεσωτερικό της ελαφρά κοίλης στεφάνης, ένα μικρό κιτρινωπό φτερό· τα σέπαλα του κάλυκα συνοδεύονταιαπό δύο εύπτωτα βράκτια. Οι καρποί είναι μικρές σαρκώδεις ράγες, μελανοκυανές, πολύσπερμες, μεεπίστρωμα κηρώδες και μόνιμο κάλυκα στην κορυφή. Τους καρπούς αυτούς τρώγουν άπληστα τα πτηνά, ιδιαίτερα οι τσίχλες, τα οποία διασπείρουν τους μικρούς σπόρους και συντελούν έτσι στη διάδοση τουφυτού. Το ξύλο της μ., όπως επίσης τα άνθη και τα φύλλα, είναι εύοσμο και αρκετά σκληρό, γι’ αυτό καιπροσφέρεται για εργασίες του τόρνου. Από την απόσταξη των ανθέων και των φύλλων εξάγεται ένα αιθέριοέλαιο, το μυρτέλαιο, κατάλληλο για την αρωματοποιία και τη φαρμακευτική. Από τα συγγενή είδη, μπορούννα αναφερθούν η μύρτος η εδώδιμος της Ουρουγουάης, με μεγάλους εδώδιμους καρπούς, και η μύρτος ηψευδοκαρυόφυλλος της Νότιας Αμερικής, από τους εδώδιμους καρπούς της οποίας παρασκευάζεται έναεύγευστο δροσιστικό ποτό. άγρια μ. Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά δύο φυτά. Το πρώτο, πουεπιστημονικά λέγεται φυλλυρέα μεσαία, ανήκει στην οικογένεια των ελαιιδών. Είναι αειθαλής θάμνος, ύψους έως 5 μ., με ισχυρές διακλαδώσεις και φύλλα ωοειδή ή λογχοειδή, βαθυπράσινα, γυαλιστερά στηνπάνω επιφάνεια και άνθη σε πυκνούς και μικρούς βότρυες.